ξελουριάζω

ξελουριάζω
ξελουρίζω μετ.
1) подрезать по краям; 2) разры- вать, раздирать на куски; 3) снимать или расслаблять ремень

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ξελουριάζω" в других словарях:

  • ξελουρίζω — και ξελουριάζω 1. κόβω τα άκρα τής σόλας τού παπουτσιού που προεξέχουν, ώστε αυτό να προσλάβει το κατάλληλο σχήμα 2. κόβω κάτι σε λωρίδες 3. αφαιρώ ή χαλαρώνω το λουρί που συνδέει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + λουρί] …   Dictionary of Greek

  • ξελούρισμα — και ξελούριασμα, το [ξελουρίζω / ξελουριάζω] 1. κόψιμο τής άκρης τής σόλας που προεξέχει για να πάρει το κανονικό της σχήμα 2. κόψιμο σε λωρίδες 3. χαλάρωμα λουριού που στερεώνει ή συνδέει κάτι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»